- Σκύθαινα
- η, ΝΑβλ. σκύθης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σκύθαινα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυθαίνας — Σκυθαίνᾱς , Σκύθαινα fem acc pl Σκυθαίνᾱς , Σκύθαινα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύθαιναν — Σκύθαινα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύθης — Μυθικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ηρακλή και της Έχιδνας από τη Σκυθία. Σύμφωνα με την παράδοση αναχωρώντας ο Ηρακλής, άφησε εντολή να βασιλεύσει στη χώρα εκείνος από τους τρεις γιους του (Αγάθυρσο, Γελωνό και Σ.), ο οποίος θα κατόρθωνε να τεντώσει… … Dictionary of Greek